ένα

ένα
(Enna). Πόλη (29.100 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στην κεντρική Σικελία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.562 τ. χλμ., 177.291 κάτ.). Είναι χτισμένη στις πλαγιές των ορέων Ερέι. Αποτελεί αγορά γεωργικών προϊόντων, ενώ προσελκύει και πολλούς τουρίστες. Ιστορία. Αρχαίος οικισμός των Σικανών από τον 7o αι. π.Χ., η Έ. υπήρξε ελληνική αποικία που γνώρισε μεγάλη ακμή και ήταν γνωστή κατά την αρχαιότητα για τη λατρεία της Δήμητρας και για τον μύθο της Περσεφόνης, σύμφωνα με τον οποίο ο Πλούτων την έκλεψε στα περίχωρα της Έ., κοντά στην όχθη της μικρής λίμνης Περγκούζα. Αργότερα, η πόλη αποτέλεσε το μήλον της έριδος μεταξύ Καρχηδονίων και Ρωμαίων, υπό την κυριαρχία των οποίων άρχισε να παρακμάζει. Επανέκτησε τη σπουδαιότητά της κατά τον Μεσαίωνα, λόγω της στρατηγικής της θέσης, και περιήλθε διαδοχικά στην κυριαρχία των Βυζαντινών, των Αράβων (οι οποίοι την ονόμαζαν Κασρ Γιάνι, που παραφθάρθηκε σε Καστροτζοβάνι και διασώθηκε έως το 1927), των Νορμανδών, των Σουηβών και των Αραγονίων. Παρά τη μακρά ιστορία της πόλης, λίγα μνημεία διασώζονται, μεταξύ των οποίων και ερείπια του ναού της Δήμητρας. Άποψη της Ένα, του «Μπελβεντέρε της Σικελίας», όπως την αποκαλούν. Από τα σημαντικότερα κέντρα της επαρχίας της είναι η Πιάτσα Αρμερίνα, γνωστή για τη βίλα Ρομάνα ντελ Καζάλε με τα μωσαϊκά δάπεδα. Ένα τμήμα δαπέδου από την «αίθουσα του μικρού κυνηγού» στη βίλα Ρομάνα ντελ Καζάλε της Ένα.
* * *
το
γένος προσθοβράγχιων γαστερόποδων μαλακίων τής οικογένειας τών ενιδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • .ένα — ἕνα , ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc pl ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc/acc dual ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc sg (doric aeolic) ἕνα , εἷς sem masc acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνα — ἔνᾱ , νάω flow imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕνα — ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc pl ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc/acc dual ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc sg (doric aeolic) εἷς sem masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔνα... ἀλλά λέοντα. — ἔνα... ἀλλά λέοντα. См. Редко, да метко …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ένα — το ουδ. του αριθμού ένας (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑνά — ἑνάς unit fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκάδας — Ένα από τα ομορφότερα μικρά αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας λειτουργεί από το 1999 στο νεόδμητο κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου της Λευκάδας. Μπορεί τα ευρήματα της συλλογής του να μην είναι από τα σπουδαιότερα της ελληνικής αρχαιότητας, είναι… …   Dictionary of Greek

  • ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλό — Ένα σημείο Μ, μιας καμπύλης Κ, λέμε ότι είναι πολλαπλό της σημείο με πολλαπλότητα ν (= 2, 3,...), συντόμως: ν πλο, εάν (και μόνον) κατά τη διαγραφή της Κ από ένα σημείο συμβαίνει το σημείο αυτό να περνά ν φορές από τη θέση Μ. Στην περίπτωση που η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”